νόρμα

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

η
1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας
2. πρότυπο
3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους
4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία
5. μαθ. το νορμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. norma «γνώμονας, κανόνας, νόμος» (< αιτ. του γνώμων, γνώμονα με ετρουσκική επίδραση, πρβλ. fōrma, grūma)].