νοσολογικός

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].