νοσομανής
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
Greek Monolingual
-ές
αυτός που πάσχει από νοσομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινομανής].