Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
νοτιαῖος, -αία, -ον (ΑΜ)αυτός που βρίσκεται στον νότο, νότιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφριαίος, νωτιαίος)].