νοτιαίος

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

νοτιαῖος, -αία, -ον (ΑΜ)
αυτός που βρίσκεται στον νότο, νότιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφριαίος, νωτιαίος)].