γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ο1. άνθρωπος γενναίος και ικανός για θαρραλέες πράξεις, παλικαράς2. (συν. με ειρωνική σημ.) άτομο που παριστάνει τον γενναίο, ψευτοπαλικαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayi].