ντελάλης

From LSJ

Greek Monolingual

και τελάλης, ο, θηλ. -ισσα (Μ ντελάλης)
1. δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης
2. μτφ. αυτός που δεν κρατά μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tellal].