νυκτίωρος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

νυκτίωρος, -ον (Μ)
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -ωρος (< ὥρα)].