νυκτογραφώ

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

νυκτογραφῶ, -έω (Α)
γράφω στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].