νυκτοκλοπία

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοκλοπία: ἡ, κλοπὴ ἐν ὥρᾳ νυκτός, Χρήσμ. Σιβ. 3. 238.

Greek Monolingual

η (Α νυκτοκλοπία)
νυκτοκλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω) πρβλ. λογοκλοπία].

German (Pape)

ἡ, nächtlicher Diebstahl, Orac.Sib.