Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νυκτουρία
Greek Monolingual
η ιατρ. αυξημένη παραγωγή και συχνή αποβολή ούρων κατά τη νύχτα, που αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων ασθενειών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nycturia<νύξ, νυκτός+ -ουρία (<ούρα)].