νυμφογέννητος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
νυμφογέννητον, = νυμφογενής (nymph-born), S. Ichn. 35.
Greek Monolingual
νυμφογέννητος, -ον (Α)
νυμφογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + γεννῶ].