νυχτοκάματο

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

το
1. κούραση που προέρχεται από νυχτερινή εργασία
2. η νυχτερινή εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + κάματος, κατά το μεροκάματο].