νυχτομάχος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που μάχεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -μάχος (< μάχομαι)].