νυχτοπεζοδρόμος

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που πορεύεται τη νύχτα για διαβίβαση επιστολής («πέφτει στην τραχηλιά του Φωτεινού ο νυχτοπεζοδρόμος», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πεζοδρόμος].