ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
οαυτός που πορεύεται τη νύχτα για διαβίβαση επιστολής («πέφτει στην τραχηλιά του Φωτεινού ο νυχτοπεζοδρόμος», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πεζοδρόμος].