συνηθίζω

Greek (Liddell-Scott)

συνηθίζω: ὡς καὶ νῦν, πρκμ. σεσυνήθικα = εἴωθα Ἰουστιν. Κῶδ. 1. 17, 3, Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. 697Α, 887Α, 900D, 1025D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

Greek Monolingual

ΝΜA
κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι
νεοελλ.
1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα»)
2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο»)
3. αποκτώ ορισμένη συνήθεια («συνήθισα πια το τσιγάρο»)
4. ενεργώ έτσι ώστε να εξοικειωθεί κάποιος με μια ορισμένη κατάσταση ή εθίζω κάποιον σε κάτι («συνήθισαν το παιδί τους να κοιμάται νωρίς το βράδυ»)
5. (ως τριτοπρόσ.) συνηθίζεται ή και συνηθίζονται
έτσι γίνεται συνήθως, είθισται ή και έτσι γίνεται αυτήν την εποχή, είναι της μόδας (α. «δεν συνηθίζεται αυτό στην οικογένειά μας» β. «φέτος συνηθίζονται οι μακριές φούστες»)
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηθισμένος, -η, -ο
α) (για πρόσ.) i) αυτός που έχει αποκτήσει μια ορισμένη συνήθεια, ο εθισμένος σε κάτι ή ο εξοικειωμένος με μια κατάστασηείμαι συνηθισμένος στο ξενύχτι και δεν κουράζομαι»)
ii) (με αρνητική σημ.) αυτός που δεν έχει ή δεν παρουσιάζει τίποτα το εξαιρετικό ή το ξεχωριστό («συνηθισμένος ηθοποιός»)
β) (για πράγμ., γεγονότα ή καταστάσεις) i) αυτός που συμβαίνει συνήθως ή και κατά κανόνα (α. «συνηθισμένη αντίδραση» β. «συνηθισμένο κόλπο»)
ii) (με αρνητική σημ.) ο τετριμμένος («συνηθισμένη ταινία»)
7. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα συνηθισμένα
(ενν. του, της) το σύνολο τών συνηθειών ή τών τρόπων κάποιου, τα φερσίματα του
8. φρ. «συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια» — λέγεται σχετικά με κάποιον που έχει συνηθίσει στις δύσκολες καταστάσεις και τίς αντιμετωπίζει με ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήθης. Η άποψη ότι πρόκειται για άλλο τ. του συνεθίζω δεν θεωρείται πιθανή].