νόμια

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νόμια: τά, τὰ νόμιμα, Ἐπιγρ. Λοκρ. Ὀζ. GD 1478, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νόμιον· δίκαιον».