ξέπνοος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει πνοή, που ανασαίνει ή μιλάει αργά και πολύ σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔκπνοος (βλ. και λ. ξε-)].