ἔκπνοος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἔκπνοον, contr. ἔκπνους, ουν,
A breathless, lifeless, Str.14.1.44.
II breathing out, exhaling, Hp.Epid.6.6.1; ἔ. μύρων smelling of.., Posidipp. ap.Ath.13.596c.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους
I 1medic. que espira neutr. subst. τὸ ἔ. espiración Hp.Epid.6.6.1.
2 que exhala olor a c. gen. μύρων ἔ. ἀμπεχόνη manto que huele a perfumes Posidipp.Epigr.17.2.
II exánime, sin vida πίπτει καὶ ἔκπνους γίνεται Str.14.1.44, cf. D.L.6.77.
German (Pape)
[Seite 774] 1) aushauchend, ausathmend, Hippocr.; μύρων, nach Salben duftend, Posidipp. Ath. XIII, 596 c. – 2) athemlos, entseelt, γίνεται Strab. XVI
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἄνευ πνοῆς, ἄπνους, Στράβων 650. ΙΙ. ἐκπνέων, ἐκφυσῶν, Ἱππ. 1190Α· ἔκπν. τινός, ἐκπέμπων ὀσμήν, ἥ τε μύρων ἔκπνοος ἀμπεχόνη Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596 C.