ξέρακας

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ο
ξερό δέντρο, ιδίως το απανθρακωμένο από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + μεγεθ. κατάλ. -ακας
(πρβλ. στραβούλιακας)].