ξέστρα

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η
1. η ξύστρα, το ξυστήρι
2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -τρα (πρβλ. σκοτώστρα)].