ξαμολώ
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
Greek Monolingual
-άω
1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω
2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες της ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες»)
3. μέσ. ξαμολιέμαι
ορμώ ακάθεκτος, με βιασύνη, ξεκινώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + αμολώ].