ξαναπαίρνω

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

1. παίρνω πάλι κάτι
2. παίρνω πίσω κάτι που μού ανήκε.