Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)
1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω
2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθω
νεοελλ.
μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι
α) πλάθομαι εκ νέου
β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).