εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)
1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω
2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθω
νεοελλ.
μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι
α) πλάθομαι εκ νέου
β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).