ξανθοβόστρυχος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 274] blond gelockt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοβόστρυχος: ὁ ἔχων ξανθοὺς βοστρύχους, ξανθοβόστρυχος Πάρις Νικ. Εὐγ. Ϛ΄, 553.
Greek Monolingual
ξανθοβόστρυχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ξανθούς βοστρύχους, ξανθές κοτσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + βόστρυχος].