ξανθοψία

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

η
ιατρ. διαταραχή της όρασης κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται κίτρινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthopsie < ξανθός + -οψία (< όψη)].