ξανθόρροια
From LSJ
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ξυλωδών φυτών της οικογένειας ξανθορροιίδες, που περιλαμβάνει περί τα 17 είδη, ιθαγενή της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthorrhoea (< ξανθός + -ροια (< ῥοῦς, ῥέω). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω της κίτρινης ρητίνης που εκκρίνουν].