ξανθόχλους

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

ξανθόχλους, -ουν και -οος, -οον (Α)
κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν της ξερής χλόης («φοινικόχλοος
ξανθόχλοος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -χλοος / -χλους (< χλόη)].