ξανθόχλους

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

ξανθόχλους, -ουν και -οος, -οον (Α)
κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν της ξερής χλόης («φοινικόχλοος
ξανθόχλοος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -χλοος / -χλους (< χλόη)].