ξαστεριά

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

και ξεστεριά, η ξάστερος
η κατάσταση του έναστρου ή ανέφελου ουρανού, η αιθρίαπότε θα κάνει ξαστεριά...»).