ξαστεριά

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

και ξεστεριά, η ξάστερος
η κατάσταση του έναστρου ή ανέφελου ουρανού, η αιθρίαπότε θα κάνει ξαστεριά...»).