ξεμώραμα
From LSJ
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
Greek Monolingual
το ξεμωραίνω
απώλεια της διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα.
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
το ξεμωραίνω
απώλεια της διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα.