κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
οαυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ].