ξενηλάτης

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ο
αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ].