ξενοκληρία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
η
1. η κληρονομιά τών ξένων
2. φρ. «ξενοκληρίας δικαίωμα»
(στον μεσαίωνα) το δικαίωμα του ηγεμόνα να κληρονομεί όποιον πέθαινε στην επικράτειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κλῆρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Διομ. Κυριάκο].