ξενοχειροτόνητοι
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek (Liddell-Scott)
ξενοχειροτόνητοι: κληρικοί, οἱ ἐν ἄλλῃ ἐπαρχίᾳ χειροτονηθέντες, Ἀριστ. ἐν Συντ. καν. τ. 2, σ. 251, πρβλ. τὴν λέξιν ἐξωχειροτόνητος.