ἄλλῃ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
Dor. ἄλλᾳ or ἀλλᾷ (as A.D.Adv.175.13), Delph. and Megar.
A ἀλλεῖ GDI1830, 3052 (Chalcedon), Adv., properly dat. fem. of ἄλλος:
I of place,
1 elsewhere, Il. 13.49, S.Ph.23, etc.; τῇ ἄ. Hdt.2.36, 4.28: c. gen. loci, ἄλλος ἄ. τῆς πόλεως one in one part of the city, one in another, Th.2.4; ἄ. τῆς κεφαλῆς Hp.VC8; ἄλλοτε ἄ. X.HG1.5.20; ἄ. καὶ ἄ. here and there, prob. l. Id.An.5.2.29.
2 to another place, elsewhither, Il.5.187, Od.18.288; ἔρχεται ἄ., i.e. is lost Il.1.120; ἄλλοι ἄ. Hdt.1.46, cf. 7.25; οὔτ' ἐπὶ θήρην ἰοῦσαι οὔτ' ἄ. οὐδαμῇ Id.4.114.
II of Manner, otherwise, Il.15.51, etc.; τῇ τε ἄ. πολλαχῆ καὶ . . Hdt.6.21; ἄ. γέ πῃ Pl.Smp.189c; ἄ. πως X.Cyr.1.1.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἄλλᾳ pero ἀλλᾷ ICr.4.72.6.14, 8.54, 9.8 (Gortina V a.C.), Schwyzer 173.49 (Quersoneso IV/III a.C.), Theoc.2.6, A.D.Adu.175.13; v. ἀλλε, ἄλλει, ἄλλοι, ἄλλυϊ
adv.
I c. verb. de mov.
1 como dat. prosecutivo por otro sitio, por otro lugar ἄλλῃ πλάζετ' ἐπ' ανθρώπους Od.3.251, παρατρέφας ἄλλῃ τὸ ὕδωρ Th.1.109, cf. 7.32, 70, οὐ γὰρ ἂν ἄλλῃ γε αὐτοὺς δυνηθῆναι (ἀναβαίνειν) pues (pensaban) que no podrían (hacer el asalto) por otro sitio Th.6.96, ποίᾳ γὰρ ἄλλῃ χρὴ πέτεσθαι τοὺς θεούς; ¿por qué otro sitio tienen que volar los dioses? Ar.Au.1219, ἄλλῃ ἐπειρῶντο X.An.4.2.4, cf. Cyr.1.2.16, ἄ. δ' ἄλλο φροῦδον E.Tr.1322.
2 directivo (a veces no fácil de distinguir del anterior) a otro sitio, a otro lugar ὃς τούτου βέλος ... ἔτραπεν ἄλλῃ el que desvió de él hacia otro sitio el dardo, Il.5.187, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ Il.1.120, ποσὶν δ' ἀπὸ τείχεος ἄλλῃ φεύγω Il.21.557, οὔτ' ἐπὶ ἔργα πάρος γ' ἴμεν οὔτε πῃ ἄ. Od.2.127, 18.288, οὔτ' ἐπὶ θήρην ἰοῦσαι οὔτε ἄ. οὐδαμῇ Hdt.4.114, cf. 2.116, 3.61, οὐκ ἄλλᾳ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; E.Io 162, cf. Heracl.773, ἡ γάρ μοι μήτηρ ἄλλῃ βέβηκεν Ar.Ec.913, ἄλλῃ φερόμενα Pl.Ti.52e.
3 combinado c. formas de la misma raíz: ἄλλος ἄλλῃ cada uno por un sitio ἄλλον δ' ἄλλῃ ἄειδε πόλιν κεραϊζέμεν cantó cómo cada uno por un sitio devastó la ciudad, Od.8.516
•uno a un sitio, otro a otro διαπέμψας ἄλλους ἄλλῃ Hdt.1.46, cf. 67, Th.8.64, ἄλλας ἄλλῃ τοῦ τείχους (μηχανὰς προσῆγον) Th.2.76
•c. adv. de ἄλλος: ἄλλοτε δ' ἄλλῃ ἄεισι (αὖραι) Hes.Th.875, οὐδέ μετέρχεσθαί μιν ἐπιτρέπει ἄλλοτε ἄλλῃ Xenoph.B 26.2, ἄλλοτ' ἄλλῃ ἀποβαίνων haciendo incursiones aquí y allí X.HG 1.5.20
•ἄλλυδις ἄλλῃ de acá para allá, aquí y allá αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ Od.11.385, cf. 5.369, 9.458
•repetido y c. gen. ἄλλῃ δὲ κἄλλῃ δωμάτων στρωφωμένη dando vueltas de acá para allá en el palacio S.Tr.907.
II c. verbos de reposo y equivalentes
1 en otro sitio, en otra cosa ἄλλῃ μὲν γὰρ ἔγωγ' οὐ δείδια Il.13.49, ἔνδον ... οὐδέ πῃ ἄλλῃ τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός Od.22.140, μὴ ... νόον δ' ἔχε καὶ φρένας ἄλλῃ Thgn.87, οὐδ' ἔτι βουλὰς ἄλλῃ δοιάζεσκεν A.R.3.819, ἡμέων μηδὲ εἶς ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλῃ τε καὶ μετ' ἄλλων Heraclit.B 121, ὅτι οὐκ ἂν παρ' ἡμῖν μόνον ἀποκριθείη, ἀλλὰ καὶ ἄλλῃ Anaxag.B 4, ἄλλῃ κυρεῖ en otro sitio es válido S.Ph.23, c. gen. ἄλλῃ τῆς κεφαλῆς Hp.VC 8.
2 combinado c. otros términos semejantes: ἄλλος ἄλλῃ uno en un sitio, otro en otro ἄλλοι ... ἄλλῃ τῆς πόλεως ... ἀπώλλυντο Th.2.4.
III fig.
1 de otra manera καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ Il.15.51, ἀλλᾷ ἔγρατται ᾆ τάδε τὰ γράμματα ἔγρατται (si ...) está escrito en forma diferente a como están escritas estas letras, ICr.4.12.6.14 (Gortina V a.C.), πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλῃ por otras muchas razones Pl.Smp.178a, ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν ἢ σύ τε καὶ Παυσανίας εἰπέτην Pl.Smp.189c, εἶχε δ' ἄλλᾳ τὰ μέν unas cosas estaban de una forma S.Ant.138.
2 combinado c. palabras de la misma raíz: ἄλλος ἄλλῃ cada uno de o en una forma ἄλλ' ἄλλᾳ δ' ἐφορεύει cada cosa la rige en forma diferente A.Eu.530, c. adv. de ἄλλος: τοῦ μὲν γάρ τε κακοῦ τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ la tez del cobarde se vuelve de uno y mil colores, Il.13.279, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν Pi.P.11.42.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de lieu dans un autre endroit, ailleurs avec ou sans mouv.
2 de manière d'une autre façon, autrement.
Étymologie: dat. fém. sg. de ἄλλος.
German (Pape)
1 anderswie, auf andere Weise, dem πῇ entsprechend, sonst, übrigens, Il. 13.49, 15.51; Her. 6.21, der sonst den Artikel dabei hat; ἄλλῃ ἔμοιγε δοκεῖ – ἔχειν ἢ ταύτῃ Plat.; ἄλλοτε ἄλλῃ, bald auf diese, bald auf eine andere Weise, Plat. Tim. 49d.
2 vom Orte, anderswohin, Il. 5.187, Od. 18.288; Thuc. 1.109; ἔρχεται ἄλλῃ Il. 1.120, es geht verloren; ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ, hierhin und dorthin; ἄλλοι ἄλλῃ ᾤχοντο, die Einen gingen hier, die Anderen dort hin. Xen. Cyr. 1.2.16; vgl. Her. 7.25; – bisweilen auch = anderswo, z.B. Xen. An. 5.2.29. Auch ἀλλῃ πη und ἄλλῃ ποι.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλῃ: дор. ἄλλᾳ и ἀλλᾷ adv. (sc. ὁδῷ или χώρᾳ)
1 (тж. τῇ ἄ. Her.) в другом месте: ἄλλος ἄ. Thuc. один здесь, другой там; ἄ. καὶ ἄ. Xen., ἄ. κἄλλῃ Soph. и ἄλλοτε ἄ. Xen. то здесь, то там или там и сям;
2 в другое место (βέλος τραπέσθαι Hom.; παρατρέψαι τὸ ὕδωρ Thuc.): ἄλλος ἄ. Plat. и ἄλλοι ἄ. Her., Xen. один сюда, другой туда, кто куда;
3 по-другому, иначе: τῇ ἄ. πολλαχῇ Her. совершенно по-разному; πολλαχῇ ἄ. Plat. во многих прочих отношениях; ἄ. πως Xen. и ἄ. (γέ) πῃ Plat. каким-л. другим способом, как-нибудь иначе; ἄλλοτε ἄ. Plat. то так, то иначе (ср. 1).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλῃ: ἐπίρρ., κυρίως δοτ. τοῦ θηλ. τοῦ ἄλλος: Ι. ἐπὶ τόπου, 1) ἐν ἄλλῳ τόπῳ, ἀλλαχοῦ, Ἰλ. Ν. 49, Σοφ. Φ. 23, Ξεν., παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως τῇ ἄλλῃ, 2. 36., 4. 28: - μ. γεν. τόπου, ἄλλος ἄλλῃ τῆς πόλεως, ἄλλος ἐν τούτῳ καὶ ἄλλος ἐν ἄλλῳ μέρει τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 4· ἄλλοτε ἄλλῃ (ὡς ἐν τῷ ἀλλαχῆ, ὃ ἴδε)· Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 20· ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, πιθ. γραφ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 29· ἄλλην καὶ ἄλλην, Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β. 2) εἰς ἄλλον τόπον, εἰς ἄλλο μέρος, Ἰλ. Ε. 187, Ὀδ. Σ. 288· ἔρχεται ἄλλῃ, μεταβαίνει εἰς ἄλλας χεῖρας, Ἰλ. Α. 120· πρβλ. ἄλλως ΙΙ . 3 ἐν τέλ., ἄλλοι ἄλλῃ, Ἡρόδ. 1. 46, πρβλ. 7. 25· ἄλλῃ ἰοῦσαι, ὁ αὐτ. 4. 114. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, κατ’ ἄλλον τρόπον, ἄλλως, Ἰλ. Ο. 51, Ἡρόδ. κτλ.· τῇ ἄλλῃ πολλαχῇ, Ἡρόδ. 6. 21· ἄλλῃ γέ πῃ, Πλάτ. Συμπ. 189C· ἄλλῃ πως, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 1, κτλ.
English (Autenrieth)
elsewhere, another way; of place (ἄλλον ἄλλῃ, Od. 8.516), direction (ἄλλυδις ἄλλῃ), or manner (βούλεσθαι, Il. 15.51); ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ, goes ‘into other hands' (than mine), Il. 1.120.
Greek Monolingual
ἄλλῃ επίρρ. (Α)
1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση
σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού
στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί»
β) προς τόπο κίνηση
προς άλλο τόπο, αλλού
ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου
με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἄλλος
δοτικοφανές επίρρημα].
Greek Monotonic
ἄλλῃ: Δώρ. ἄλλᾳήἀλλᾷ επίρρ., αρχικά δοτ. θηλ. του ἄλλος·
I. λέγεται για τόπο,
1. σε άλλο μέρος, αλλού (στάση σε τόπο), σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τοπική, ἄλλοςἄλλῃ τῆς πόλεως, ένας σ' ένα σημείο της πόλης, άλλος σε άλλο, σε Θουκ.
2. σε άλλο μέρος, αλλού (κατεύθυνση σε τόπο), σε Όμηρ. κ.λπ.
II. λέγεται για τρόπο, με διαφορετικό τρόπο, κάπως διαφορετικά, αλλιώς, στον ίδ. κ.λπ.· ἄλλῃ γέ πῃ, σε Πλάτ.· ἄλλῃ πως, σε Ξεν.
Middle Liddell
properly dat. fem. of ἄλλος.]
I. of place,
1. in another place, elsewhere, Hom., etc.: —c. gen. loci, ἄλλος ἄλλῃ τῆς πόλεως one in one part of the city, one in another, Thuc.
2. to another place, elsewhither, Hom., etc.
II. of Manner, in another way, somehow else, otherwise, Hom., etc.; ἄλλῃ γέ πῃ Plat.; ἄλλῃ πως Xen.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
in aliam partem, to another side, 1.109.4,
alia ratione, in another way aut or alibi, elsewhere, 6.96.1. [cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
alia via, by another route, 7.32.1. 7.70.4.
cum with ἄλλος,2.4.4, 2.76.4, 7.71.6, 8.64.1.