ξεπάγιασμα

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

το ξεπανιάζω
1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο
2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο
3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα
τα χείμετλα, οι χιονίστρες.