ξεπούλημα

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

το ξεπουλώ
1. πούλημα όλου του εμπορεύματος
2. πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή με λίγο ή καθόλου κέρδος.