ξερόψωμο

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

το
1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο
2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι.