ξεσκονιστήρι

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

το
1. δεσμίδα από φτερά για ξεσκόνισμα
2. μτφ. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].