ξεσκονίζω
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
Greek Monolingual
1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό
2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τον καλοπιάνω με κολακείες
3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα του ξεσκονίσει για καλά την πλάτη»)
4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, εξονυχιστικά («το ξεσκόνισα το βιβλίο, πριν να δώσω εξετάσεις»).