ξεσκονίζω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό
2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τον καλοπιάνω με κολακείες
3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα του ξεσκονίσει για καλά την πλάτη»)
4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, εξονυχιστικά («το ξεσκόνισα το βιβλίο, πριν να δώσω εξετάσεις»).