ξεχειμωνιάζω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

1. ξεχειμάζω
2. βγάζω τον χειμώνα, ζω μέχρι το τέλος του χειμώνα («δεν θα ξεχειμωνιάσει φέτος ο γέρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χειμωνιάζω].