Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χορταριάζω].