ξεχορταριάζω

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χορταριάζω].