ξηρένυδρος
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
ξηρένυδρος, -ον (Α)
(για ξηρό αντικείμενο) αυτός που περιέχει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἔνυδρος.