Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
ξηροάμυλον: τό, ξηρὸν ἄμυλον, Γεωπ. 20, 26.
ξηροάμυλον, τὸ (Μ)ξηρό άμυλο.