ξηρόλιθος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

ξηρόλιθος, ὁ (Μ)
συν. στον πληθ. οἱ ξηρόλιθοι
ξηροί λίθοι που τοποθετούνται σε οικοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λίθος.