ξηρόλιθος

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114

Greek Monolingual

ξηρόλιθος, ὁ (Μ)
συν. στον πληθ. οἱ ξηρόλιθοι
ξηροί λίθοι που τοποθετούνται σε οικοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λίθος.