ξηρόφιλος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. βιολ. (ειδικά για φυτά) αυτός που έχει προσαρμοστεί και μπορεί να αναπτύσσεται σε ξηρό περιβάλλον
2. φρ. «ξηρόφιλη περίοδος»
βιολ. η θερμή και η ξηρά περίοδος η οποία εκτείνεται από το 6500 ώς το 2500 περίπου π.Χ. και αντιστοιχεί στις βόρειες και ατλαντικές περιόδους της πρωτοϊστορίας και της κλιματολογίας του τεταρτογενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xerophile < ξηρός + φίλος].