ξυλάλευρο

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

το
χημ. προϊόν λεπτότατου διαμερισμού του ξύλου, λεπτή σκόνη ξύλου που παράγεται με άλεση ή συντριβή απορριμμάτων της ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. farine de bois].