ξυλάνθρακας
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
ο
στερεό υπόλειμμα της εξανθράκωσης του ξύλου, που αποτελείται από καθαρό σχεδόν άνθρακα όταν η θερμοκρασία εξανθράκωσης υπερβεί τους 400°C, το ξυλοκάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλάνθραξ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].