ξυλομετρία

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

η
η ξυλομετρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -μετρία].