ξόδι
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
το
1. εκφορά νεκρού, κηδεία
2. θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐξ-όδιον «εκφορά νεκρού», ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ἐξ-όδιος, με σίγηση του αρκτ. ε-. Κατ' άλλους, η λ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. ξοδιάζω (II) πρβλ. ξορκίζω: ξόρκι].