ξύπνημα

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

το ξυπνώ
1. αφύπνιση, έγερση από τον ύπνο
2. μτφ. α) διανοητική ή ψυχική αφύπνιση («το ξύπνημα της συνείδησης»)
β) ερωτική, σεξουαλική αφύπνιση.