ξύπνημα

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

το ξυπνώ
1. αφύπνιση, έγερση από τον ύπνο
2. μτφ. α) διανοητική ή ψυχική αφύπνιση («το ξύπνημα της συνείδησης»)
β) ερωτική, σεξουαλική αφύπνιση.