ξώδερμα

From LSJ

Greek Monolingual

επίρρ. σχεδόν πάνω στην επιφάνεια του δέρματος, επιφανειακά, ξώπετσα, επιπόλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώδερμα, με σίγηση του αρκτ. ε-].